Αφού δεν του έμεινε κανείς
μαζί του να μιλάει
άρχισε να ξεχνάει
τις διαδρομές της λογικής.
Κι αφού στα λόγια του κανείς
ποτέ δεν απαντούσε
μόνος του όπως ζούσε
βρήκε την γλώσσα της σιωπής.
Κι είπε το θάνατο αρχή
Τον έρωτα είπε φόβο
Την πόλη έλεγε σιωπή
Τη θάλασσα είπε δρόμο
Μα δεν μπορούσε την σιωπή
κι έτσι όπως ζούσε μόνος
φοβότανε το φόβο
πήρε το τέλος σαν αρχή.
Βγήκε μια νύχτα στα ανοιχτά
μπρος στο μεγάλο δρόμο
να βρει έναν άλλον κόσμο
στης θάλασσας την αγκαλιά.
Κι είπε το θάνατο αρχή
Τον έρωτα είπε φόβο
Την πόλη έλεγε σιωπή
στη θάλασσα είδε δρόμο.
Κίτρινο το σούρουπο η ώρα έξι και μισή
πες μου κάτι μίλησε δεν αντέχω στη σιωπή
κλείσε το παράθυρο, τρέμω και το σκέπασμα βαρύ
τούτη η πόλη γίνηκε ανυπόφορη πληγή
Πες μου αν μ' αγάπησες όσο ο ήλιος την αυγή
όσο ο γκρίζος ουρανός κάποιας άνοιξης βροχή
αν τον φόβο μου έβλεπες πίσω από κάθε μου φιλί
πες μου αν μ' αγάπησες όσο η νύχτα την σιωπή